
Η Νύχτα με τη Μαρία και τη Νάντια
Δεν την είχα προσέξει στην αρχή. Κάθε φορά που πήγαινα στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, η Μαρία ήταν στο ταμείο, με εκείνο το χαμόγελο που έσκαγε διακριτικά όταν σε χαιρετούσε. Ήταν το κάτι άλλο — φυσική, χωρίς υπερβολές, με καμπύλες που φώναζαν να τις προσέξεις. Μια μέρα, δεν άντεξα και της είπα: «Έχεις το πιο ωραίο βλέμμα που έχω δει». Χαμογέλασε, κοκκίνισε και μου ψιθύρισε, «αν ήξερες τι σκέφτομαι για σένα κάθε φορά που περνάς…»
Μου έδωσε το τηλέφωνό της. Βγήκαμε. Και μετά από λίγες μέρες, με προσκάλεσε σπίτι της. «Θα είμαστε τρεις», μου είπε πονηρά. «Η Νάντια, φίλη μου, θέλει πολύ να σε γνωρίσει. Της έχω πει μερικά… πράγματα.»
Όταν μπήκα στο διαμέρισμα, η ατμόσφαιρα μύριζε κερί και κρασί. Η Μαρία με φίλησε απαλά στα χείλη και με πήρε απ’ το χέρι. Η Νάντια καθόταν στον καναπέ, ξανθιά, με βλέμμα που σου έκανε το αίμα να κοχλάζει. «Αυτός είναι;» ρώτησε. «Ναι. Ο δικός μου… αλλά απόψε, και δικός σου.»
Δεν χρειάστηκε άλλη λέξη.
Τα ρούχα μας έπεφταν αργά, τα φιλιά έρχονταν σε δόσεις – πρώτα με τη μία, μετά με την άλλη. Ήταν ένα παιχνίδι, όπου ήμουν το έπαθλο. Η Μαρία καθόταν στα γόνατά της, με κοίταζε στα μάτια όσο η Νάντια χάιδευε κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Ήταν συγχρονισμένες, λες και το είχαν ξανακάνει. Κάθε ανάσα, κάθε χάδι, κάθε δάγκωμα ήταν μελετημένο.
Τα σώματα μας μπλέχτηκαν στο σαλόνι, μετά στο κρεβάτι. Η Μαρία γέλαγε κάθε φορά που η Νάντια έκανε κάτι πιο τολμηρό. Εμένα μου είχε κοπεί η ανάσα. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι – δύο γυναίκες που απολάμβαναν όχι μόνο εμένα, αλλά και η μία την άλλη.
Το κορύφωμα ήταν όταν οι δυο τους με κράτησαν ανάμεσά τους. Σφιχτά. Ζεστά. Με τα κορμιά να πάλλονται και τις φωνές να γίνονται ψίθυροι και βογκητά. Ήταν η πιο αληθινή, η πιο ωμή, η πιο απελευθερωμένη εμπειρία της ζωής μου.
Το πρωί, ξύπνησα ανάμεσά τους. Με κοιτούσαν και χαμογελούσαν.
Η Μαρία μου ψιθύρισε: «Σου είπα πως στο σούπερ μάρκετ βρίσκεις τα πάντα… ακόμα και φαντασιώσεις.»












Σχόλια